ἐθύνεον

ἐθύνεον
ἐθύ̱νεον , θυνέω
dart along
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
ἐθύ̱νεον , θυνέω
dart along
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυνέω — (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ. β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού θύνω*] …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυώ — ἰχθυῶ, άω (Α) [ιχθύς] 1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω 2. παίζω σαν ψάρι («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.) 3. παθ. ἰχθυῶμαι, άομαι παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”